- φορεαφόρος
- φορεᾱφόρος or [full] φορειᾱφόρος, ὁ,A litter-bearer, Plu.Galb.25, D.L. 5.73; [full] φοριοφόρος, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φορεαφόρος — ὁ, Α βλ. φορειαφόρος … Dictionary of Greek
φορειαφόρος — και φορεαφόρος και φοριοφόρος, ὁ, Α δούλος που μετέφερε φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορεῖον / φόριον + φόρος*. Το α τών τ. για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek